- εκτήκω
- ἐκτήκω (AM)1. λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω2. μτφ. εξαντλώ, φθείρω3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι σιγά σιγάαρχ.παθ.1. λειώνω και χύνομαι σιγά σιγά («λεπτὸν συχνῶς αἷμα ἐκτηκόμενον», Ιππ.)2. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ἐκτετηκόςη χαλαρή κατάσταση, χαλαρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.